- πεποίηνται
- ποιέωmakeperf ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CISTERNA — Graece Δεξαμενη: receptaculum, scil. aquarum, quam ab Γ῾δρείῳ distinguit his verbis Strabo, l. 17. Νυνὶ δὲ καὶ ὑδρεῖα κατεοκδάκασιν ὀρύξαντες πολὺ βάθος, καὶ εν τῶ οὐρανίων καιπερ ὄντων πανίων ὁμοῦ δεξαμενὰς πεποίηνται). Nunc, autem et hydrea seu … Hofmann J. Lexicon universale
επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… … Dictionary of Greek
υπόθεση — η / ὑπόθεσις, έσεως, ΝΜΑ [ὑποτίθημι] 1. αυτό που υποθέτει κανείς, που τό θεωρεί ως πραγματικό ή δεδομένο προκειμένου να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα, εικασία (α. «δεν είμαι σίγουρος ότι θα έρθει, μια υπόθεση κάνω» β. «εἰ ὀρθὴ ἡ ὑπόθεσις ἦν»,… … Dictionary of Greek